ξυλουργικός

ξυλουργικός
-ή, -ό (Α ξυλουργικός, -ή, -όν) [ξυλουργός]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ξυλουργό ή στην ξυλουργία («ξυλουργικά εργαλεία»)
2. το θηλ. ως ουσ. η ξυλουργική
η τέχνη και το επιτήδευμα τής κοπής, κατεργασίας και συναρμογής τών ξύλων, η ξυλουργία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξυλουργικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ξυλουργείο ή σε ξυλουργό: Ξυλουργικές εργασίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξυλουργικά — ξυλουργικός of neut nom/voc/acc pl ξυλουργικά̱ , ξυλουργικός of fem nom/voc/acc dual ξυλουργικά̱ , ξυλουργικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλουργικόν — ξυλουργικός of masc acc sg ξυλουργικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλουργικοῖς — ξυλουργικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλουργικῆς — ξυλουργικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ντουλγέρικος — και ντουλγκέρικος και δουλγέρικος, η, ο [ντουλγέρης] 1. ξυλουργικός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ντουλγέρικα (στη Θράκη) συνθηματική γλώσσα τών πλανόδιων παραδοσιακών οικοδόμων …   Dictionary of Greek

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”