- ξυλουργικός
- -ή, -ό (Α ξυλουργικός, -ή, -όν) [ξυλουργός]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ξυλουργό ή στην ξυλουργία («ξυλουργικά εργαλεία»)2. το θηλ. ως ουσ. η ξυλουργικήη τέχνη και το επιτήδευμα τής κοπής, κατεργασίας και συναρμογής τών ξύλων, η ξυλουργία.
Dictionary of Greek. 2013.